Το χαρτόκουτο

Πλατεία Βικτωρίας @dromografos


Μια φωτογραφία.
Ένα όνειρο ακουμπισμένο στοργικά σε χαρτόκουτο.
Εμβρυακή η στάση του.
Μάνα του το χώμα.

Βήματα χαράζει μόνο με τις παλάμες του.
Πατρίδα του η γη.

Μήτε φαί δεν χώραγε στο στόμα του,
μήτε ελπίδα.

Δίπλα του είδα να περνάνε
τέρατα
ντυμένοι άνθρωποι.
-Δεν τους πήγαινε η στολή.-

Έθρωσκαν άνω
-τι αντίθεση!-
και ψιθύριζαν
«Δυο χέρια θάφτηκαν στο έδαφος,
Δυο χέρια πατήθηκαν κατά λάθος.
Δεν χάθηκε κι ο κόσμος.»

Κι ο κόσμος είχε ήδη χαθεί.


Φωτογραφία: @dromografos 
#ΠλατείαΒικτωρίας #refugeesGr 



Γιαγιά ο παππούς γιατί δε με θυμάται;


Ο παππούς ξυπνούσε στις επτά χωρίς ξυπνητήρι. Άνοιγε τα μάτια του και έμενε ακίνητος.

Επτά και μισή η γιαγιά του χάιδευε το χέρι και του έλεγε καλημέρα. Μέρα και νύχτα για τον παππού ήταν όλα ίδια. Δε θυμόταν πότε να χρησιμοποιήσει το καλημέρα και επαναλάμβανε ό,τι του έλεγαν.

Δυνάμεις δεν είχε και πολλές, αν και μικρότερος ήταν αθλητής. Έπαιζε μπάσκετ, κάρφωνε, κατέβαινε σε αγώνες. Του δείχνω κάτι φωτογραφίες ίσα με τη παλάμη μου κι ασπρόμαυρες και με κοιτάει περίεργα.

Στις εννιά έτρωγε το ρυζόγαλό του. Όποτε αργούσε η γιαγιά να το ετοιμάσει, εκείνος ωρυόταν. Γινόταν πύραυλος για κάποια δευτερόλεπτα κι επανερχόταν.

Κι έπειτα γυρνούσα εγώ από το σχολείο. Κατέβαινα τρέχοντας τα σκαλιά να μπω στο σπίτι και εκείνος καθιστός στο ίδιο σημείο του παλιού μπορντό καναπέ. Έπιανε πάντα την άκρη.

Σα να νιώθε πως ήταν βάρος. Δεν ήθελε να ενοχλεί κι ένιωθε πως μας τάραζε.

«Παππού, παππού πως θα με λένε σήμερα;». Κι ο παππούς κάθε μεσημέρι μου έβγαζε άλλο όνομα. Δεν του χαλούσα χατίρι, φορούσα κάθε όνομα που μου χάριζε. Γελούσε όταν επαναλάμβανα το καινούριο μου. Γελούσε ο παππούς και έλαμπαν τα μάτια όλων στο σπίτι.

Με τον παππού είχαμε συμμορία. Λέγαμε αστεία και κάναμε σχέδια να καταστρέψουμε τον κόσμο και να χτίσουμε καινούριο, λέγαμε να μοιράζουμε και να μοιραζόμαστε μέχρι να πεθάνουμε και υποσχόμασταν ότι θα είμαστε δυνατοί.

Έγραφα σε ένα χαρτί από το μπλοκ μου «Θα είμαστε δυνατοί», του έδινα τις ξυλομπογιές μου κι έβαζε μια μουτζούρα, έβαζα κι εγώ μια καρδιά και καταχωρούταν.

Έφτανε μεσημέρι, η συμμορία έσπαγε κι εκείνος πήγαινε για ύπνο.

«Γιαγιά ο παππούς γιατί δε με θυμάται;» έτρεχα και έλεγα στη γιαγιά. «Μήπως δε με αγαπάει, μήπως δεν περνάμε καλά μαζί; Μήπως ήθελε να με βγάλετε με άλλο όνομα; Μήπως αγαπάει τόσο εσένα που δεν μπορεί να φωνάξει άλλη με το ίδιο όνομα;».

«Μικρή μου ο παππούς όλα τα θυμάται αλλά το κάνει για να παίξετε. Έχει χιούμορ ο παππούς. Αφού βλέπεις πως είναι όταν είναι μαζί σου!»

«Και τις υπόλοιπες ώρες γιατί μοιάζει να είναι στεναχωρημένος γιαγιά;»

«Γιατί μπορεί να σκέφτεται. Ταξιδεύει. Είναι έξυπνος ο παππούς κορίτσι μου και κάνει ταξίδια με το μυαλό του.»

Μια Κυριακή, θυμάμαι, ο παππούς το είχε σκάσει από το σπίτι. Το ήξερα ότι τον έπνιγε. Και μου το είχε πει ότι θα φύγει αλλά το κράτησα μυστικό. Μόλις μου το είπε, του έβαλα τα λεφτά του σχολείου μου στην τσέπη του, να έχει να φάει, σκέφτηκα.

Εκείνος πήρε τσιγάρα και τα μοίραζε στους περαστικούς. Αυτό ήταν και στους κρυφούς όρκους που είχαμε υπογράψει την προηγούμενη μέρα. Να χαρίζουμε ό,τι έχουμε πάνω από ένα.

Και έπαιρνε τους δρόμους και χαιρετούσε κόσμο ο παππούς. Δεν του μιλούσε κανείς και έκλαιγε. Θόλωναν τα γυαλιά του και κόντευαν να τον πατήσουν τα αμάξια.
Κάναμε βόλτες να τον βρούμε και δεν ήθελε να μας ακολουθήσει.

Αερικό ήταν.

Έμπαινε στο αμάξι και καθόταν πίσω, δίπλα μου. Του έβγαζα τα γυαλιά και του τα καθάριζα με το μπλουζάκι μου. Χαμογελούσε ο παππούς και μου έδινε το χέρι του.

Φτάναμε σπίτι και κάναμε πως κοιμόμασταν. Όλοι έλεγαν πως ο παππούς είναι άρρωστος και έχει κάτι, δύσκολο μου ήταν να το πω, κάτι σαν ξένη λέξη και δεν ήξερα ξένα τότε.

Ο παππούς είχε Αλτσχάιμερ, ασθένεια μη θεραπεύσιμη. Ξεχνούσε όσα είχε ζήσει και όσα ζούσε πρόσφατα. Εκεί που ήταν ήρεμος μπορούσε να γίνει οξύθυμος κι ανήσυχος, να συγχυστεί και να φωνάξει. Κι έχανε τις αισθήσεις του με το πέρας του χρόνου. Δεν ξέραμε πως περνάει αυτό, πώς να γίνει καλά.

Εξαρτιόταν πλέον αποκλειστικά από άλλους. Και δεν τα μπορούσαν αυτά τα αερικά. Τα αερικά ήθελαν να φτιάχνουν μόνα τους το ρυζόγαλό τους και να θυμούνται τους φίλους τους. Ήθελαν να πατούν στα πόδια τους και να μη θέλουν χέρια και πλάτες να στηριχτούν.

Και ήθελαν να μιλάνε. Κι ο παππούς έχανε σιγά σιγά την ομιλία του. Και δε με φώναζε με άλλα ονόματα και δεν απαντούσε με ναι και όχι.

Χανόταν ο παππούς, τον έτρωγε εκείνη η ξένη λέξη.

Τώρα κρατώ στα χέρια μου μικρά χαρτιά με όρκους της συμμορίας μας.

Είχαμε βάλει υπογραφές παππού και διαλύθηκε η συμμορία.

Πώς να καταστρέψω τώρα μόνη μου αυτό τον άσχημο κόσμο παππού;



Στο αερικό που με βοηθάει ακόμη να καταστρέψουμε αυτόν τον άδικο κόσμο

Δεκαπέντε


Όχι δεν είναι μαύροι κύκλοι αυτοί. Μια χαρά είχε κοιμηθεί, το επιβεβαιώνω. Σαν πουλάκι κοιμόταν τις τελευταίες μέρες, την σκουντούσα να δω αν έπαιρνε ανάσα, τόσο φοβόμουν εκείνους τους ύπνους της.

Δεν ήταν μαύροι κύκλοι. Σκιές των ματιών της ήταν, κλάμα συσσωρευμένο. Γιατί οι άνθρωποι μπροστά σε άλλους ντρέπονται να κλάψουν, σα να έχουν υπογράψει κάποια συμφωνία που δεν τους το επιτρέπει. Τους τρόμαξε η κοινωνία και τους φόρεσε μαύρα γυαλιά, να μη φαίνεται τίποτα.

Χωρίς τα γυαλιά τι; Τους ταράζεις που δεν είσαι απλά χαρούμενος; Τους χαλάς την αισθητική;

Εκείνη χωρίς τα γυαλιά βγήκε. Τι κι αν ήταν νύχτα όταν αποφάσισε να βγει; Όλοι χαιρόμασταν που σηκώθηκε, σα να είχαμε μωρό που μόλις πρωτοψελλίσε «μαμά» ή πετύχαμε κανέναν αριθμό στο τζόκερ.

Περπατούσε ρυθμικά, την παρακολουθούσα δειλά με φόβο μήπως με καταλάβει γιατί εντάσεις άλλες δεν μπορούσε να υποστεί. Όταν περνούσαν δίπλα της αμάξια, μείωνε το ρυθμό της, κι όταν ήταν μόνη ένιωθες πως την κυνηγούσαν. Αντίδραση κι εκεί. 

Να μη μοιάζει ο ρυθμός της με κανενός άλλου εκεί γύρω. Αυτό φαινόταν να θέλει. Να πλάσει ένα ρυθμό που να μοιάζει ίδιος κι εύκολος, μα να μπορεί να τον ακολουθήσει μόνο εκείνη.

Κοιτούσε κάτω. Το κεφάλι το σήκωνε ανά επτά βήματα, σα να το είχε ρυθμίσει μέσα της, όλα τα είχε να παίζουν στον ίδιο ρυθμό.

Την προσπέρασε μια φιγούρα, φωτεινή, με αέρινο, σχεδόν διάφανο, λευκό πανωφόρι. Μέσα στην όλη μαυρίλα, της νύχτας και της δικής της, το λευκό εκείνο την τύφλωσε. Ήταν που είχε να δει ήλιο κάτι μέρες. Ήταν ίσως που τελικά το είχε ανάγκη το φως και δεν το παραδεχόταν.

Σήκωσε το κεφάλι στο πέμπτο βήμα. Τα μετρούσα τα βήματά της και σχεδόν μηχανικά με έβαλε κι εμένα στον ίδιο ρυθμό.

Δεν πρόλαβε να δει το φως από μπροστά. Γυναίκα έμοιαζε να ήταν και κάπως την καθησύχασε. Όχι γιατί φοβόταν να δει άντρα τη νύχτα στον δρόμο, μα φαινόταν να αρνιόταν να δει αντρική φιγούρα. Προς αποφυγήν συσχετισμών, προς αποφυγήν του αναπόφευκτου.

Δεν πρόλαβε να δει, και καλύτερα. Καλύτερα γιατί δεν της αρέσει οι άνθρωποι να την υποτιμούν, κι εκείνη η λαμπερή φιγούρα της είχε ρίξει ένα βλέμμα υποβάθμισης κι αδικίας.

Ίσως την παρεξένευσαν τα ρούχα και έβαλε τέτοια βρωμιά στο βλέμμα της.

Ιούλης ήταν και φορούσε μπουφάν. Μπουφάν αντρικό, μέχρι το γόνατο και μπλε. Μονάχα αυτό το μπουφάν και ένα ζευγάρι αθλητικά κι αυτά με μια υπόνοια φυγής, με μια υποψία ετοιμότητας.

Περπατούσε για ώρα και οι αυξομειώσεις των βημάτων της με φόβισαν πως θα προδοθώ. Άφησα άλλο λίγο δρόμο να μας χωρίσει και γινόταν όλο και πιο θολή στα μάτια μου. Ώσπου έστριψε, κι έχασα τα βήματά μου, στο έβδομο σήκωσα το κεφάλι να ξαναπιάσω το ρυθμό της, να ανακουφιστώ και η θολούρα σβήστηκε κι αυτή.

Έπρεπε. Έπρεπε να την βρω. Να την γυρίσω σπίτι. Δεν γινόταν να βγει στο φως και να δει ο κόσμος τους μαύρους κύκλους. Δεν γινόταν να την προσπερνούν και να την πατάνε με τα μάτια τους. 

Έπρεπε να την βρω, να της χαμογελάσω, να πατηθούν και να σκάσουν οι κύκλοι. 

Δάκρυα να ξεχυθούν και να λυτρωθεί. 

Έπρεπε.

  

Nα κλαις


Το κλάμα είναι λύτρωση, εξαγνισμός, κάθαρση. Να κλαις.

Να κλαις όπως χαμογελάς.

Να κλαις όσο χαμογελάς.

Να τα έχεις ίσα μοιρασμένα.

Όπως χαμογελάς χωρίς να νιώθεις και την απέραντη ευτυχία επειδή μόνο και μόνο σε λυτρώνει και νιώθεις πως θα σου κάνει καλό, έτσι και να κλαις. Χωρίς να περιμένεις στεναχώριες.

Το γέλιο και το κλάμα δεν χρειάζονται κάποια αφορμή. Άφησέ τα ελεύθερα από μέσα σου να καθαρίσεις, να αδειάσεις.

Κάνε τους ανθρώπους να εξοικειωθούν με όσους κλαίνε στους δρόμους, στα τρένα, στις πλατείες. Γιατί να δεχόμαστε και να μην αντιδρούμε σε όσους χαμογελούν, και να στιγματίζουμε όσους κάνουν το αντίθετο;

Απενοχοποίησε το κλάμα. Μη το μπερδέψεις όμως με το κλαψούρισμα. Η πρώτη είναι η αριστοκρατική και η δεύτερη η τριτομπανάλ εκδοχή του.

Μικρή είχα επινοήσει μία ιστορία. Είχα πείσει τον εαυτό μου πως το κλάμα κάνει καλό και έκλαιγα δυνατά. Και κάθε φορά έπιανα ένα μου δάκρυ, έκανα μία ευχή και το φυσούσα. Πίστευα πως ταξίδευε το δάκρυ, η λύπη και η ευχή και με ένα μαγικό τρόπο θα καλυτέρευαν όλα.

Βέβαια ψυχολόγοι και ψυχολόγοι δεν έχουν αποφασίσει αν τα δάκρυα φέρνουν τις προσδοκούμενες αλλαγές. Μα αυτό που μπορούν όλοι σύσσωμα να επιβεβαιώσουν είναι πως ό,τι έχεις μέσα στη ψυχή σου κι έχει τάσεις να απεγκλωβιστεί, οφείλεις να το αφήσεις.

Μην πνίγεσαι. Όσο κρατάς μέσα σου τα δάκρυα, είναι σα να δημιουργείται στη ψυχή σου μια θάλασσα, που όλο και μεγαλώνει, κι εσύ οικειοθελώς να βουτάς μέσα της και να πνίγεσαι.

Να κλαις, να λυτρώνεσαι.


Ίσως φταίνε τα φεγγάρια


Απόψε θα ρίξω τις ευθύνες μου στα φεγγάρια. Στα αστέρια και στους ουρανούς. Η ιστορία έχει δείξει πως εκείνοι μπορούν να τα σηκώσουν όλα. 

Φωτίζει απόψε τόσο η νύχτα που δεν αντέχω να βλέπω τις βρώμικες ψυχές μας να λερώνουν κι άλλα πατώματα, κι άλλες ζωές, κι άλλους μέλλοντες. 

Λερώσαμε τόσους παρατατικούς, δε σου αρκεί; 

Τίποτα δεν σου αρκούσε. Και απόψε θα χαρίσω τις ευθύνες μου αλλού. 

Εγώ δεν τις ξαναγγίζω, όπως δεν θα ξαναγγίξω κι εσένα. 

Εσύ αγνοείς την ύπαρξή τους. 

Θα τις μοιράσω στους αιθέρες. Σε πρώτο ενικό. Σε ευθύ λόγο. Ευθύ και δηλωτικό. Μ ακούς; Έχει κι αεράκι απόψε. Θα φτάσουν γρήγορα. Τις έχω συστημένες. Τις πλήρωσα. Διπλά και τριπλά. 

Θα γυρίσω πίσω. 

Θα τρέξω, να σωθώ και να απεγκλωβιστώ. 

Να ελευθερωθώ και να αγαπηθώ. 

Να με αγαπήσω απ’την αρχή και να τα ξαναχτίσω όλα. 

Να μάθω καινούριες λέξεις. Όπως το φύγε, το προχώρα, το τέλος. 

Απόψε θα ρίξω τις ευθύνες μου στα φεγγάρια. Δε μιλούν, δεν παραπονιούνται. Τα νιώθουν και τα καταπίνουν. Τα σβήνουν και προχωρούν. 

Απόψε θα φροντίσω να τους κάνω δάσκαλούς μου, να γονατίσω εμπρός τους και να τα ρουφήξω όλα. 

Να μάθω να καταπίνω άδολα παρελθόντα. 

Να ξυπνήσω, να λείπουν και να μάθω μόνη μου να τα σηκώνω όλα. 

Μόνη μου.




Το αντράκι του μπαμπά


Η Μελίνα για τον μπαμπά μας ήταν κάτι το ξεχωριστό. Μικρότερος πίστευα πως την αγαπούσε περισσότερο από όλους κι από όλα. Πίστευα πως η μαμά νευρίαζε γιατί ο μπαμπάς έδινε όλη του την αγάπη στην Μελίνα. 

Δεν μιλάμε για αυτήν την αγάπη που σου έρχεται πρώτα πρώτα στο μυαλό. Δεν την είχε πριγκίπισσα, ούτε την καλομάθαινε. Τη Μελίνα ο μπαμπάς ήθελε να την κάνει αντράκι. Όχι, μηv το παρεξηγήσεις. Κούκλες της έπαιρνε και το δωμάτιο ροζ της το είχε βάψει. Άλλο αυτό. 

Ήταν το κορίτσι του. Δεν την έλεγε πριγκίπισσα. Ξερνούσε ο μπαμπάς με αυτά. Δεν τα έτρωγε τα παραμύθια. Στο κορίτσι του όμως έκανε το χατίρι και της διάβαζε. Εγώ δε θυμάμαι, αγέννητος ήμουν, αλλά το μαρτυρά η βιβλιοθήκη μας και το κεφάλι της Μελίνας που είναι γεμάτο σκόρπιους στίχους και εικόνες από παραμύθια. 

Ήταν η Μελίνα, το Μελινάκι, το Μελώνι όπως την φώναζε όταν ήταν στις καλές του, όταν δεν τους άκουγε κανείς. 

Μεγάλωναν μαζί, άλλωστε έχουμε μικρό μπαμπά, και μάθανε τη ζωή χέρι χέρι. Λέρωνε σαλοπέτες η Μελίνα, γινόταν χάλια στο πρόσωπο με παγωτό, βόλταρε με τη μηχανή του μπαμπά, έσκιζε γόνατα, έπεφτε και σηκωνόταν. Αυτό έβγαινε αυθόρμητα από μέσα της από όταν έμαθε να περπατάει, μέχρι και τώρα. 

Δεν ήταν αγοροκόριτσο. Ήταν πιο κοκέτα και από τη μαμά. 

Μετά γεννήθηκα εγώ. Και μοίρασε ο μπαμπάς την αγάπη. Αλλά όλη του την προσοχή την είχε ακόμη πάνω της. Δεν το λέω με παράπονο, δεν ζήλεψα ούτε λίγο, τη Μελίνα αν τη γνωρίσεις, θα δεις πως λίγο δε γίνεται να την αγαπήσει κανείς. 

Θυμάμαι που μου έλεγε «Μικρέ, τον μπαμπά μη τον φωνάξεις ποτέ πατέρα εντάξει; Στεναχωριέται. Το βλέπει απρόσωπο. Νομίζει πως τον κοροϊδεύουμε ή ότι τον αγαπάμε λιγότερο. Και τον μπαμπά δεν πρέπει να τον στεναχωρήσουμε ποτέ, ακούς;» 

Αν και δεν καταλάβαινα τι εννοούσε, την άκουγα πιστά. Είχε αυτήν τη δύναμη ό,τι και να λέει να το κάνει να φαίνεται πειστικό και σοβαρό. Ο μπαμπάς της το είχε μάθει κι αυτό. 

Όταν η Μελίνα μπήκε στην εφηβεία, ήταν σα να έμπαινε και ο μπαμπάς μαζί της. Ζούσαν όλα τα άγχη μαζί. Από τις εξετάσεις μέχρι και τα ρούχα που θα φορέσει. Μια φορά που είχε γυρίσει στις τρεις από ένα πάρτυ, θυμάμαι, σηκώθηκα να πιω νερό και ο μπαμπάς ήταν ξύπνιος. Ανησυχούσε για το Μελώνι. Δεν της το έδειχνε. Εκείνη όταν γυρνούσε ούτε γάτα ούτε ζημιά. Έριχνε και ένα ροχαλητό ο μπαμπάς μας και έκανε τον αδιάφορο. 

Ο μπαμπάς ήξερε. Ήξερε πως όταν ήταν νευριασμένη δεν ήθελε να της μιλάς, πως αν της έδινες λίγες πατάτες τηγανιτές τα ξέχναγε για λίγο όλα. Ο μπαμπάς ούτε τον εαυτό του δεν ήξερε τόσο καλά. 

Όταν τελείωσε το σχολείο και η Μελίνα ερωτεύτηκε και πόνεσε, ο μπαμπάς πονούσε διπλά. Όχι που έκαναν την «πριγκίπισσα» του να κλαίει, αλλά που δεν την είχε κάνει ακόμη, όσο αντράκι ήθελε. Της έλεγε πάντα, και το θυμάμαι γιατί με φώναζε και μένα να το ακούσω, «Κανένα δε θα παρακαλάς. Αν δεν σε θέλει, φύγε.» 

Σε κάθε της χωρισμό, ο μπαμπάς άναβε πρώτος τσιγάρο. Δεν του είχε πει ποτέ λεπτομέρειες το Μελώνι του κι εκείνος τα ήξερε όλα. Πάντα φοβόμουν ότι θα ξέρει τα πάντα και για μένα και φρόντιζα να είμαι προσεκτικός. 

Για εκείνη, ο μπαμπάς ήταν ένας μικρός θεός. Ήθελε να τον κάνει περήφανο να του ανταποδίδει όσα της πρόσφερε. Δεν μου τα είχε πει αυτά, τα είδα γραμμένα στην κάρτα των γενεθλίων του. Μιλούσαν με γράμματα και κάρτες. Έχει κι ένα κρυμμένο κουτί ο μπαμπάς. 

Η Μελίνα δεν έχει μεγαλώσει ακόμη, εξελίσσεται, όπως λένε μεταξύ τους για πλάκα. Γνωρίζουν τον κόσμο και γίνονται όλο και πιο αντράκια, μπροστά στα αντράκια που συναντούν εκεί έξω. Μόνοι τους κλαίνε -ναι κλαίει κι ο μπαμπάς-, μόνοι τους ξανασηκώνονται και βγαίνουν έξω να τους αντιμετωπίσουν. 

Άμα κάποτε γίνω μπαμπάς, μπαμπάς γιατί πατέρας δεν θέλω να γίνω, θέλω να μοιάσω σε εκείνον. Να κλείνω την πόρτα του σπιτιού μου και να είμαι μικρός δάσκαλος. 

Θέλω να έχω δικές μου Μελίνες να μου χαμογελούν.  

Θα τους φέρνω πατάτες τηγανιτές και θα κοιμάμαι μέχρι τα ξημερώματα στις πολυθρόνες. Θα τους βάφω τους τοίχους ροζ για καμουφλάζ, μα μέσα μου θα ξέρω πως τις έχω κάνει αντράκια. 

Στον Αντώνη.


Να με διεκδικείς


«Θέλω να με διεκδικείς. Θέλω κάθε μέρα που περνάει να με κατακτάς. 

Να βάλεις στοίχημα με τον εαυτό σου να είσαι όπως στις αρχές, όπως τις πρώτες μας μέρες. 

Δεν είναι εγωιστικό. Είναι ανάγκη, επιβεβαίωση, είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε. Ο μόνος τρόπος να αντέξω. 

Θέλω να ανυπομονείς να με δεις, να αργώ και να φωνάζεις. Να μη σου αρέσει το λίγο-λίγο μου, να θες πολύ-πολύ. Να νευριάζεις με το σιγά-σιγά μου και να το θες γρήγορα. Να σε αγχώνει ο χρόνος που περνάει και να θες να γεμίζουμε κάθε δευτερόλεπτο. 

Θέλω να με θες κι εγώ θα σε θέλω δυο φορές. 

Κάθε μέρα θέλω να γνωριζόμαστε απ την αρχή. Να πέφτει το βλέμμα σου στο δικό μου και να μένουμε σκαλωμένοι, για ώρες. Να με φλερτάρεις και να παίζουμε το γνωστό μας παιχνίδι «ενδίδω; δεν ενδίδω».  

Να με διεκδικείς αντρίκια κι όχι κλισεδιάρικα. Να βρίσκεις τρόπους μικρούς κι έξυπνους. 

Θέλω να ‘χεις ευθύνη για μας. 

Θέλω να ‘μαστε ακόρεστοι και πλεονέκτες. Να αγαπάμε τις στιγμές μας, να μπορούμε να τις ζούμε έντονα και να μας αρκεί. 

Θέλω να μ αγγίζεις, όπως στις αρχές. Να ‘χεις εκείνο τον γλυκό δισταγμό κι εγώ εκείνη την εσκεμμένη αφροδισιακή ντροπή μου. 

Θέλω να ‘σαι περήφανος, που είμαι δίπλα σου, χωρίς να το φωνάζεις στους δρόμους, να το φωνάζει το σώμα σου και η ψυχή σου μόνο. 

Θέλω να μη με μοιράζεσαι και μόνο στην ιδέα να τρελαίνεσαι. Θέλω να με κάνεις να μη γουστάρω να δίνομαι κι αλλού. Να με φυλακίσεις χωρίς να με βάλεις σε κελί. Να με δέσεις χωρίς να μου περάσεις σχοινιά. 

Θέλω να ‘σαι μικρός δάσκαλος κι εγώ ανοιχτό βιβλίο. Να γράφεις μέσα μου ανεξίτηλα και να χαράζεσαι. Στον περιορισμένο χρόνο σου θέλω να ‘μαι απεριόριστη ανάγκη. 

Να ‘μαι όλα εκείνα τα βλαβερά που αγαπάμε να καταχραζόμαστε. 

Δεν είμαι εγωίστρια. 

Εγώ θα ξυπνάω κάθε μέρα και θα δίνω πιο πολλά από όσα έδωσα χθες και πιο πολλά από αυτά που αντέχεις. 

Δεν απαιτώ, ούτε επαιτώ. Σου μιλώ για τα αυτονόητα. 

Εσύ θέλω μόνο να με διεκδικείς. 

Δεν υπάρχει για πάντα και το ξέρουμε. Αλλά θέλω να βαφτίζουμε την στιγμή πάντα και εμάς αιωνόβιους. Να κολυμπάμε στα ρηχά των ψευδαισθήσεών μας και να παίζουμε κρυφτό με τον χρόνο. 

Να κάνουμε στην άκρη όλα τα «θα» του κόσμου, όλους τους μέλλοντες. Να μας νοιάζει το «τώρα» και να μη χωράμε μέσα του. Να ξεχειλίζουμε από όλες τις πτυχές του, να τις ξεχειλώνουμε και να απλωνόμαστε μέσα τους. 

Θέλω να με διεκδικείς βροντερά, με όλο σου το είναι. Να τρέμουν τα μέσα σου κάθε που λείπω. Να μη μ’αφήνεις να λείπω. 

Μόνο να με διεκδικείς.» 

Κι έπεσε το τηλέφωνο απ τα χέρια. 

Όλα τα «θέλω» πεταμένα σε ακουστικά, αραδιασμένα σε τηλεφωνητές.  Ανάγκες γνωστές κι ανείπωτες. Επιβεβαιώσεις ποθητές στα αζήτητα. 

Εκείνες που ζητούν την επιβεβαίωση αν δεν μπορείς να τις αντέξεις, τρέξε. Αλλιώς πλησίασε τις και δώσε τους αγάπη. 

Όχι, μη βιαστείς να πεις πως έχουν πληγές, τραύματα, ανασφάλειες και ψυχολογικά. Μη καταφεύγεις στα κοινότυπα. 

Πλησίασέ τις κι άκουσέ τις. 

Βρες το θάρρος να μιλάς σε αυτιά κι όχι σε τηλεφωνητές.


Πρώτη δημοσίευση: pillowfights