Το κακογραμμένο Ρο


Ήταν Τετάρτη και το ρολόι του φαρμακείου έδειχνε 10 το βράδυ. Δεν φορούσε ρολόγια η Μαρία, τα’ χε χαρίσει όλα της τα κοσμήματα και τα χρυσαφικά σε φίλες και γνωστές, σε ανίψια και γειτονόπουλα. Τα’ λεγε κοσμήματα της λύπης και ήθελε να τα αποβάλλει από τη ζωή της. Χαρά δεν έφερναν. Και ήταν εκνευριστικά άψυχα για να συμβιώνουν μαζί της.

Περνώντας από το φαρμακείο, το μόνο σημείο της πόλη που εφημέρευε, που’ χε φως και ανοιχτή πόρτα εκεί γύρω, αποφάσισε να καθίσει στο απέναντι παγκάκι.

Δεν είχε σπίτι. Σε τρόμαξε η πρόταση; Ή μήπως σε έκανε να την λυπηθείς; Δεν τα’ θελε αυτά. Ούτε να την λυπούνται, ούτε και να τρομάζει κανένα. Δεν είχε σπίτι η Μαρία και δεν την ένοιαζε αυτό, την ένοιαζε που οι λέξεις της δεν είχαν άλλες λέξεις να ακουμπήσουν, που τα χαμόγελά της δεν είχαν αποδέκτες.

Πιο περήφανη γυναίκα από την Μαρία δεν είχα γνωρίσει στη ζωή μου. Μιλούσε με το κεφάλι ψηλά και σε κοιτούσε μέσα στα μάτια. Με το καλησπέρα σε ρωτούσε άμα διαβάζεις ποίηση και ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου ζωγράφοι. Σ’ άφηνε να απαντήσεις, σε άκουγε ζεστά και έψαχνε στις τσέπες της της δικές της απαντήσεις. Τότε, ξεδίπλωνε ένα απόκομμα τοπικής εφημερίδος που είχε κοπεί κάπως άτσαλα κι σαν από βιασύνη, και σου’ λεγε πως ένας είναι ο ύψιστος, που τα χει και τα δύο, ο Εγγονόπουλος. Το απόκομμα είχε εκείνον τον πίνακα με την μούσα, το βιολί και τον αόμματο παραλήπτη που λάτρευε να περιγράφει και να ερμηνεύει φιλοσοφικά σε όσους είχαν όρεξη αν την ακούσουν.

Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί η Μαρία έπαιζε με τους στίχους του Εγγονόπουλου στο μυαλό της. Προσπαθούσε να τους θυμηθεί όλους απ’ έξω, η γλώσσα της στραβοπατούσε και τους έσμιγε αλλοπρόσαλλα.

Ξυπνούσε πρωί, πολύ πρωί και κοιμόταν αργά. Δεν ήθελε να την πετύχουν πολλά μάτια να ακουμπά στα ξύλινα παγκάκια της πλατείας.

Τα Σαββατοκύριακα έφευγε απ’ το οικείο παγκάκι της πλατείας και πήγαινε στο αγαπημένο της, όπως έλεγε η ίδια χαμογελώντας, βουτηγμένη στην πραότητά της. Δεν προλάβαινες να την ρωτήσεις γιατί αγαπημένο, κι απαντούσε μόνη. Είναι που περίμενε πως και πως έναν δέκτη να ανταλλάξει σκέψεις και λέξεις. Η γλώσσα της λαχταρούσε να κυλά όσο βρισκόταν άλλος πλησίον της.

«Είναι το αγαπημένο μου παγκάκι.», είπε χαμογελώντας και με φόβο μη την διακόψω. 

«Είναι το πιο αγαπησιάρικο παγκάκι ολάκερης της πόλης. Έχει πάνω του χαραγμένους τόσους έρωτες που θα τους ζήλευε κανείς. Πριν κοιμηθώ ψηλαφίζω με τα δάχτυλά μου τα μονογράμματα. Όσο πιο βαθιά χαραγμένα είναι, νιώθω πως τόσο πιο βαθιά ιστορία έχουν να μου πουν.»

Τολμώ να βάλω το χέρι μου σε ένα κακογραμμένο Ρο.

«Ρέα. Κάτι μου λέει πως αυτή είναι Ρέα. Ρέα όπως ροή, όπως ρέω, όπως ρέμα. Την φαντάζομαι τώρα που μιλάμε να στέκεται δίπλα από το σοβαρό Κάπα της και ο νους της να ρέει στα άδυτα της ψυχής του.

Και με έναν αναγραμματισμό έαρ. Έαρ όπως άνοιξη, ανοίγω, ανθίζω, δημιουργώ.

Η Ρέα είναι σίγουρα μία δημιουργική γυναίκα πλέον που τα μάτια της θυμίζουν άνοιξη, ίσως είναι πράσινα, σαν το χορτάρι, σαν τα δέντρα, σαν την ελπίδα.»

Δεν έπαιρνες από την Μαρία ούτε για αστείο τα αυτιά και τα μάτια σου. Κατσούφιαζε και βυθιζόταν πάλι σε εκείνη την θλίψη που δεν της ταίριαζε καθόλου.

Σαν τη Μαρία υπάρχουν 20.000 άνθρωποι κι ακόμη τόσοι που δεν έχουν καταγραφεί, με τους μισούς να βρίσκονται στην πρωτεύουσα.
Εδώ μπορείς να δεις πως μπορείς να προσφέρεις κι εσύ http://www.doctv.gr/page.aspx?itemID=SPG1746

 (Σημεία Βοήθειας Αστέγων)