Το αντράκι του μπαμπά


Η Μελίνα για τον μπαμπά μας ήταν κάτι το ξεχωριστό. Μικρότερος πίστευα πως την αγαπούσε περισσότερο από όλους κι από όλα. Πίστευα πως η μαμά νευρίαζε γιατί ο μπαμπάς έδινε όλη του την αγάπη στην Μελίνα. 

Δεν μιλάμε για αυτήν την αγάπη που σου έρχεται πρώτα πρώτα στο μυαλό. Δεν την είχε πριγκίπισσα, ούτε την καλομάθαινε. Τη Μελίνα ο μπαμπάς ήθελε να την κάνει αντράκι. Όχι, μηv το παρεξηγήσεις. Κούκλες της έπαιρνε και το δωμάτιο ροζ της το είχε βάψει. Άλλο αυτό. 

Ήταν το κορίτσι του. Δεν την έλεγε πριγκίπισσα. Ξερνούσε ο μπαμπάς με αυτά. Δεν τα έτρωγε τα παραμύθια. Στο κορίτσι του όμως έκανε το χατίρι και της διάβαζε. Εγώ δε θυμάμαι, αγέννητος ήμουν, αλλά το μαρτυρά η βιβλιοθήκη μας και το κεφάλι της Μελίνας που είναι γεμάτο σκόρπιους στίχους και εικόνες από παραμύθια. 

Ήταν η Μελίνα, το Μελινάκι, το Μελώνι όπως την φώναζε όταν ήταν στις καλές του, όταν δεν τους άκουγε κανείς. 

Μεγάλωναν μαζί, άλλωστε έχουμε μικρό μπαμπά, και μάθανε τη ζωή χέρι χέρι. Λέρωνε σαλοπέτες η Μελίνα, γινόταν χάλια στο πρόσωπο με παγωτό, βόλταρε με τη μηχανή του μπαμπά, έσκιζε γόνατα, έπεφτε και σηκωνόταν. Αυτό έβγαινε αυθόρμητα από μέσα της από όταν έμαθε να περπατάει, μέχρι και τώρα. 

Δεν ήταν αγοροκόριτσο. Ήταν πιο κοκέτα και από τη μαμά. 

Μετά γεννήθηκα εγώ. Και μοίρασε ο μπαμπάς την αγάπη. Αλλά όλη του την προσοχή την είχε ακόμη πάνω της. Δεν το λέω με παράπονο, δεν ζήλεψα ούτε λίγο, τη Μελίνα αν τη γνωρίσεις, θα δεις πως λίγο δε γίνεται να την αγαπήσει κανείς. 

Θυμάμαι που μου έλεγε «Μικρέ, τον μπαμπά μη τον φωνάξεις ποτέ πατέρα εντάξει; Στεναχωριέται. Το βλέπει απρόσωπο. Νομίζει πως τον κοροϊδεύουμε ή ότι τον αγαπάμε λιγότερο. Και τον μπαμπά δεν πρέπει να τον στεναχωρήσουμε ποτέ, ακούς;» 

Αν και δεν καταλάβαινα τι εννοούσε, την άκουγα πιστά. Είχε αυτήν τη δύναμη ό,τι και να λέει να το κάνει να φαίνεται πειστικό και σοβαρό. Ο μπαμπάς της το είχε μάθει κι αυτό. 

Όταν η Μελίνα μπήκε στην εφηβεία, ήταν σα να έμπαινε και ο μπαμπάς μαζί της. Ζούσαν όλα τα άγχη μαζί. Από τις εξετάσεις μέχρι και τα ρούχα που θα φορέσει. Μια φορά που είχε γυρίσει στις τρεις από ένα πάρτυ, θυμάμαι, σηκώθηκα να πιω νερό και ο μπαμπάς ήταν ξύπνιος. Ανησυχούσε για το Μελώνι. Δεν της το έδειχνε. Εκείνη όταν γυρνούσε ούτε γάτα ούτε ζημιά. Έριχνε και ένα ροχαλητό ο μπαμπάς μας και έκανε τον αδιάφορο. 

Ο μπαμπάς ήξερε. Ήξερε πως όταν ήταν νευριασμένη δεν ήθελε να της μιλάς, πως αν της έδινες λίγες πατάτες τηγανιτές τα ξέχναγε για λίγο όλα. Ο μπαμπάς ούτε τον εαυτό του δεν ήξερε τόσο καλά. 

Όταν τελείωσε το σχολείο και η Μελίνα ερωτεύτηκε και πόνεσε, ο μπαμπάς πονούσε διπλά. Όχι που έκαναν την «πριγκίπισσα» του να κλαίει, αλλά που δεν την είχε κάνει ακόμη, όσο αντράκι ήθελε. Της έλεγε πάντα, και το θυμάμαι γιατί με φώναζε και μένα να το ακούσω, «Κανένα δε θα παρακαλάς. Αν δεν σε θέλει, φύγε.» 

Σε κάθε της χωρισμό, ο μπαμπάς άναβε πρώτος τσιγάρο. Δεν του είχε πει ποτέ λεπτομέρειες το Μελώνι του κι εκείνος τα ήξερε όλα. Πάντα φοβόμουν ότι θα ξέρει τα πάντα και για μένα και φρόντιζα να είμαι προσεκτικός. 

Για εκείνη, ο μπαμπάς ήταν ένας μικρός θεός. Ήθελε να τον κάνει περήφανο να του ανταποδίδει όσα της πρόσφερε. Δεν μου τα είχε πει αυτά, τα είδα γραμμένα στην κάρτα των γενεθλίων του. Μιλούσαν με γράμματα και κάρτες. Έχει κι ένα κρυμμένο κουτί ο μπαμπάς. 

Η Μελίνα δεν έχει μεγαλώσει ακόμη, εξελίσσεται, όπως λένε μεταξύ τους για πλάκα. Γνωρίζουν τον κόσμο και γίνονται όλο και πιο αντράκια, μπροστά στα αντράκια που συναντούν εκεί έξω. Μόνοι τους κλαίνε -ναι κλαίει κι ο μπαμπάς-, μόνοι τους ξανασηκώνονται και βγαίνουν έξω να τους αντιμετωπίσουν. 

Άμα κάποτε γίνω μπαμπάς, μπαμπάς γιατί πατέρας δεν θέλω να γίνω, θέλω να μοιάσω σε εκείνον. Να κλείνω την πόρτα του σπιτιού μου και να είμαι μικρός δάσκαλος. 

Θέλω να έχω δικές μου Μελίνες να μου χαμογελούν.  

Θα τους φέρνω πατάτες τηγανιτές και θα κοιμάμαι μέχρι τα ξημερώματα στις πολυθρόνες. Θα τους βάφω τους τοίχους ροζ για καμουφλάζ, μα μέσα μου θα ξέρω πως τις έχω κάνει αντράκια. 

Στον Αντώνη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου